- πολυτάραχος
- πολυτάραχοςtumultuousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πολυτάραχος — η, ο 1. αυτός που προκαλεί πολλή ταραχή, ο αίτιος θορύβου, ανησυχίας και για θάλασσα, τρικυμισμένος: Μπροστά τους απλωνόταν το πολυτάραχο πέλαγο. 2. αυτός που πέρασε πολλές περιπέτειες, ο πολύπαθος: Πολυτάραχη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυταράχως — πολυτάραχος tumultuous adverbial πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτάραχον — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc sg πολυτάραχος tumultuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχοις — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχου — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχους — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχων — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχῳ — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτάραχοι — πολυτάραχος tumultuous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)